- αμπάρωμα
- το, -ατοςτο κλείσιμο της πόρτας με την αμπάρα: Τη νύχτα ήταν απαραίτητο το αμπάρωμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμπάρωμα — και μπάρωμα, το [αμπαρώνω] κλείσιμο με αμπάρα, σφάλισμα … Dictionary of Greek
αμπαρώνω — κλείνω την πόρτα με αμπάρα για μεγαλύτερη ασφάλεια η μετοχή αμπαρωμένος έχει και την έννοια κλεισμένος στον εαυτό του, απρόθυμος για επικοινωνία ή συνεννόηση, επιφυλακτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπάρα. ΠΑΡ. αμπάρωμα, αμπαρωτός] … Dictionary of Greek
μαντάλωμα — το [μανταλώνω] το κλείσιμο πόρτας ή παραθύρου με μάνταλο, με αμπάρα, με σύρτη, αμπάρωμα … Dictionary of Greek
μανταλωμός — ο [μανταλώνω] το μαντάλωμα, αμπάρωμα … Dictionary of Greek